ἀελλαῖος

ἀελλαῖος
ἀελλαῖος, ἀελλάδες, ἀελλήεις, sturmschnell

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αελλαίος — ἀελλαῑος, αία –αῑον (Α) [ἄελλα] γρήγορος σαν θύελλα, θυελλώδης, ορμητικός …   Dictionary of Greek

  • ἀελλαία — ἀελλαί̱ᾱ , ἀελλαῖος storm swift fem nom/voc/acc dual ἀελλαί̱ᾱ , ἀελλαῖος storm swift fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άελλα — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Αμαζόνες, αδελφή της Κελαινούς. Αντιμετώπισε πρώτη τον Ηρακλή όταν ήρθε στη Θεμίσκυρα για να εκτελέσει τον ένατο άθλο του, δηλαδή να αφαιρέσει τον ζωστήρα της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η Ά. σκοτώθηκε μαζί με πολλές άλλες …   Dictionary of Greek

  • αελλήεις — ἀελλήεις, εσσα, εν (Α) [ἄελλα] ο αελλαίος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”